φροντιστικός

φροντιστικός
φροντιστικός
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φροντιστικός — ή, όν, Α [φροντίζω] 1. αυτός που φροντίζει για κάτι («τὰ θήλεα περὶ τὴν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα», Αριστοτ.) 2. σκεπτικός, συλλογισμένος («ὑποπίνων δὲ πάνυ φροντιστικὸς [γίγνεται]», Αντιφάν.) 3. νευρικός, αγχώδης 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • φροντιστικά — φροντιστικός neut nom/voc/acc pl φροντιστικά̱ , φροντιστικός fem nom/voc/acc dual φροντιστικά̱ , φροντιστικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστικώτερον — φροντιστικός adverbial comp φροντιστικός masc acc comp sg φροντιστικός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστικῶν — φροντιστικός fem gen pl φροντιστικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστικόν — φροντιστικός masc acc sg φροντιστικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστικώτατον — φροντιστικός masc acc superl sg φροντιστικός neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστικοῖς — φροντιστικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστικοί — φροντιστικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστικῆς — φροντιστικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστική — φροντιστικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”